έμφοβος

έμφοβος
1719 ἔμφοβος
{прил., 6}
испуганный, приходящий в ужас, страх.
Ссылки: Лк. 24:5, 37; Деян. 10:4; 22:9; 24:25; Откр. 11:13.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έμφοβος" в других словарях:

  • ἔμφοβος — terrible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμφοβος — η, ο (Μ ἔμφοβος, ον) φοβισμένος, τρομαγμένος, έντρομος αρχ. 1. τρομερός φοβερός, αυτός που εμπνέει φόβο 2. αυτός που κατέχεται από θείο φόβο. επίρρ... εμφόβως με φόβο, φοβισμένα, δειλά …   Dictionary of Greek

  • ἐμφόβως — ἔμφοβος terrible adverbial ἔμφοβος terrible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφοβον — ἔμφοβος terrible masc/fem acc sg ἔμφοβος terrible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφόβου — ἔμφοβος terrible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφόβους — ἔμφοβος terrible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφόβων — ἔμφοβος terrible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφόβῳ — ἔμφοβος terrible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφοβοι — ἔμφοβος terrible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»